- ὑποδειγματικῶς
- ὑποδειγματικόςby way of exampleadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποδειγματικός — ή, ό / ὑποδειγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [υπόδειγμα, ατος) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται για να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα (α. «υποδειγματική διδασκαλία» β. «υποδειγματική καλλιέργεια») 2. αυτός που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα, ως πρότυπο (α.… … Dictionary of Greek